- καρπώσιμος
- καρπ-ώσιμος, ον,A yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπώσιμος — καρπώσιμος, ον [κάρπωσις] 1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς 2. προσοδοφόρος, αποδοτικός … Dictionary of Greek
καρπώσιμα — καρπώσιμος yielding fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)